- Στράτωνα
- Στράτωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στράτων' — Στράτωνα , Στράτων masc acc sg Στράτωνι , Στράτων masc dat sg Στράτωνε , Στράτων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
στρατωνίζω — ισα 1. εγκαθιστώ στρατιώτες σε στρατώνα: Εκείνη τη μέρα τους στρατώνισαν πρόχειρα. 2. το μέσ., στρατωνίζομαι στρατωνίστηκα, στρατωνισμένος, μένω σε στρατώνα, περνώ τη νύχτα κάπου: Στρατωνίστηκαν στα σπίτια ενός εγκαταλειμμένου χωριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλαμάρχης — ο ο κατά βαθμό ανώτερος ή αρχαιότερος από τους υπαξιωματικούς που μένουν σ έναν θάλαμο τού στρατώνα, υπεύθυνος για την τάξη και την καθαριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + αρχης* (πρβλ. ομαδ άρχης, τμηματ άρχης). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην… … Dictionary of Greek
θαλαμοφύλακας — ο υπεύθυνος για τη φύλαξη θαλάμου στρατώνα, οικοτροφείου κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + φύλακας. Η λ. στον λόγιο τ. θαλαμοφύλαξ μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
καλαμιώνα — η καλαμιώνας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμιώνας, με αναλογικό μεταπλασμό τού γένους (πρβλ. αχυρώνα, η, στρατώνα, η)] … Dictionary of Greek
καστρήσιος — ο (AM καστρήσιος και καστρήνσιος και καστρί[ν]σιος) εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που δίνεται σε κατώτερους κληρικούς μσν. αρχ. 1. παιδί που γεννήθηκε σε στρατόπεδο, σε στρατώνα 2. ως επίθ. καστρήσιος, ον αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατόπεδο … Dictionary of Greek
ξενόφιλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πυθαγόρειος φιλόσοφος και μουσικός από τη Χαλκιδική. Έζησε την εποχή του τύραννου Διονυσίου. Υπήρξε δάσκαλος του φιλόσοφου και μουσικού Αριστοξένη. 2. Ιστοριογράφος, που αναφέρεται στο Περί ενδόξων ανδρών σύγγραμμα.… … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek